Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

                                      Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.



O Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) είναι Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και υπήρξε απο τις σημαντικότερες ασκητικές μορφές της σύγχρονης ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Νικόλαος Καλλιβρούτσης. Θεωρείται ως μια από τις ηγετικές μορφές της κίνησης των Κολλυβάδων Πατέρων, μαζί με τους Μακάριο Νοταρά και Αθανάσιο Πάριο. Η συνεισφορά του υπήρξε πολύπλευρη και αφορούσε ποιμαντικό και συγγραφικό έργο, ενώ είναι και ο συγγραφέας του Πηδαλίου, της Φιλοκαλίας και του Ευεργετινού.
Παιδική ηλικία και μόρφωση

Γεννήθηκε στη Νάξο το 1749. Ο πατέρας του λεγόταν Αντώνιος και η μητέρα του Αναστασία. Από μικρός γαλουχήθηκε με χριστιανική ανατροφή από τους γονείς του. Ακολούθησε σπουδές και αποφοίτησε αρχικά από τη σχολή του Αγίου Γεωργίου στη Ναξο οπου είχε διδάσκαλο τον αδελφό του Κοσμά του Αιτωλού αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Εν συνεχεία ανεχώρησε για ανώτερες σπουδές στη Σμύρνη. Εκεί σπούδασε στην Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης, για πέντε έτη. Διέπρεψε μάλιστα τόσο στη σχολή αυτή ώστε ο Ιερόθεος Σμύρνης τον ήθελε για μελλοντικό διευθυντή της σχολής του. Η μόρφωσή που έλαβε στη Σμύρνη εκτός από τη θεολογική επιστήμη περιελάμβανε και άλλες γνώσεις όπως φιλοσοφικές, οικονομικές, ιατρικές, αστρονομικές και στρατιωτικές. Στα ιδιαίτερα χαρίσματά του ήταν ο εξαιρετικός χειρισμός της γλώσσας, η γνώση γαλλικών, ιταλικών και λατινικών καθώς και η ισχυρή μνήμη.

Στροφή στο μοναχισμό

Το 1770, αφού αποφοίτησε από την Σχολή, επέστρεψε στην Νάξο και για μια πενταετία περίπου εργάστηκε ως Γραμματέας της Μητροπόλεως Παροναξίας υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση του Μητροπολίτου Παροναξίας Ανθίμου του Γ΄ (1742-1779). Ο Νικόδημος ήταν λάτρης της μοναστικής πολιτείας. Αυτή η επιθυμία του, γιγάντωσε με τη γνωριμία με μοναχούς του Αγίου Όρους και με άλλες προσωπικότητες, όπως είναι ο Άγιος Μακάριος Νοταράς, επίσκοπος Κορίνθου. Το 1775 ήρθε στην Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους. Εκεί εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημος. Σε αυτή την απόφαση ίσως να συνέβαλε και η μητέρα του, η οποία είχε και αυτή καρεί μοναχή στη Νάξο ονομαζόμενη Αγαθή.

Ο μοναστικός βίος

Παρά το ότι επέλεξε το μοναχισμό ο Νικόδημος, υπήρξε πολύ δραστήριος. Ως εργόχειρο του είχε την αντιγραφή κωδίκων. Διατηρούσε αλληλογραφία με πολλούς λογίους της εποχής του και ιδιαιτέρως με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και εθνομάρτυρα Γρηγόριο Ε' και τον όσιο Αθανάσιο τον Πάριο. Ως μαναχός συνέταξε μεγάλο αριθμό συγγραμμάτων και βιβλίων που γίνεται εμφανής η ορθόδοξος θεολογία. Στόχος του ήταν μια δυναμική απόκρουση των αιρέσεων και των κακοδοξιών των ημερών του.

Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης υπήρξε η προεξάρχουσα μορφή των Κολλυβάδων, μιας μερίδας μοναχών το Αγίου Όρους που αρχικά ήθελαν τα Ιερά Μνημόσυνα των νεκρών να γίνονται όπως η παράδοση επέβαλε Σάββατο ή οποιαδήποτε άλλη μέρα εκτός από Κυριακή ή δεσποτική εορτή, κάτι που εκείνη την περίοδο είχε επιτραπεί για διαφόρους λόγους. Η στάση τους αυτή βρήκε την αντίρρηση μιας άλλης μερίδας μοναχών που έγινε γνωστή ως Αντικολλυβάδες, που υποστήριζε πως μπορούσαν να γίνονται μνημόσυνα την Κυριακή, αλλά και του Οικουμενικού Πατριαρχείου (υπό του Πατριάρχη Σωφρόνιου) που τους καταδίκασε τελικά το 1776. Ένεκα της εμμονής του στις παραδόσεις και στο Πνεύμα των Ιερών κανόνων της Εκκλησίας μας, υπέστη ταπεινώσεις και διωγμούς, διότι απέρριπτε τις λατινογενείς προσμίξεις στην ορθόδοξη θεολογία και λειτουργική ζωή. Επίσης ήταν σφοδρός πολέμιος της εκκοσμίκευσης της εκκλησίας και της αλλοίωσης της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης, που κέντρα στην εποχή του προωθούσαν στα πρότυπα της λατινικής μοναχικής παράδοσης. Έτσι οι Κολλυβάδες μετατράπηκαν στο αντίπαλο δέος του Νεοελληνικού Διαφωτισμου.

Εκοιμήθη την Τετάρτη 14 Ιουλίου του 1809 και σε ηλικία 60 ετών στο κελί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Τα τελευταία του λόγια ήταν η απάντηση που έδωσε στους μαθητές του όταν τον ρώτησαν αν ησυχάζει: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μη ησυχάσω;».

Αγιότητα και Εορτή

Η Ορθόδοξη Εκκλησία από το 1955 τον κατέταξε στο Αγιολόγιό της. Η μνήμη του Αγίου Νικοδήμου εορτάζεται στις 14 Ιουλίου.

Εργογραφία

Ακτημοσύνη, παρθενία και υπακοή είναι τα στοιχεία που κυρίως πραγματεύεται στη βιβλιογραφία του. Κυριότερα έργα είναι ο Αόρατος Πόλεμος, τα Πνευματικά Γυμνάσματα, το Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ο Κήπος Χαρίτων‚ το Νέον Μαρτυρολόγιον, το Εορτοδρόμιον, ο Συναξαριστής, η Ερμηνεία των επιστολών του Παύλου κ.α. Επίσης συνέγραψε το «Πηδάλιον», ενώ θεωρείται ένας από τους κορυφαίους εκκλησιαστικούς συναξαριστές.
 «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών» 1782
 «Περί της συνεχούς μεταλήψεως των αχράντων του Χριστού Μυστηρίων» 1794
 «Ευεργετινός» 1794
 «Εξομολογητάριον» 1794
 «Βιβλίον καλούμενον Αόρατος Πόλεμος» 1796
 «Νέον Μαρτυρολόγιον» 1799
 «Πηδάλιον» 1800
 «Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον περί φυλακής των πέντε αισθήσεων» 1801
 «Νέον Εκλόγιον» 1803
 «Ερμηνεία εις τας Επιστολάς» 1804
 «Εορτοδρόμιον» 1804
 «Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου» 1805
 «Επίσκεψη πνευματικού σε ασθενή»

                                                                

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

       ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η σχέση της Εκκλησίας με τα κοινωνικοπολιτικά συστήματα. Εκείνο που πρέπει πρίν απο όλα να κατανοήσουν όλοι και πρώτα εμείς οι Χριστιανοί, είναι ότι η Εκκλησία δεν αποτελεί ιδεολογία, παρά το γεγονός ότι ορισμένες ιδεολογίες, την εκμεταλεύτηκαν ενσωματώνοντας ορισμένες αλήθειες της, στο σύστημά τους.
Η Εκκλησία πάνω απο όλα είναι θεανθρώπινη κοινωνία μέσα στην οποία ανακαινίζεται και σώζεται ο άνθρωπος. Ενώ οι ιδεολογίες, είναι συνήθως εφήμερες, η Εκκλησία ώς Σώμα Χριστού είναι πάντοτε διαχρονική και αιώνια.
Δεν αρνείται τα διάφορα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, αρκεί να σέβονται τις αρχές της τισ βασικές περί ελευθερίας και δικαιοσύνης.
Τι γίνεται όμως όταν ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα πολεμάει την Εκκλησία και ζητάει την εξόντωσή της. Τότε η Εκκλησία πιστή στην εντολή του Αρχηγού της, με κάθε θυσία έχει χρέος να υπερασπιστεί τις αρχές και την αλήθεια της. Τα όπλα της Εκκλησίας είναι γνωστά
: ο λόγος, η έμπρακτη αγάπη, η προσευχή και αν χρεαστεί και το μαρτύριο. Τα λόγια του Ιησού Χριστού για την Εκκλησία και πύλαι άδου ού κατεσχύσουσιν αυτής (Ματθ. 16. 18) έχουν πάντοτε μεγάλη ισχύ. Οσοι την πολεμούν βουλιάζουν στην σιωπή και την λήθη, ενώ η Εκκλησία ύστερα απο κάθε διωγμό βγαίνει ανανεωμένη και νικήτρια.
Η Εκκλησία διαλέγεται με τον κόσμο.
Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στον κόσμο, τα συστήματα και τις διάφορες ιδεολογίες, είναι γενικά διαλεκτική και κριτική. Δεν απορρίπτει δηλαδή, τίποτα εκ των προτέρων, ούτε όμως υιοθετεί αβασάνιστα ιδέες αντιλήψεις και στάσεις αντίθετες με την πίστη της. Διαλέγεται με τον κόσμο, υιοθετεί ο,τιδήπτε είναι καλό οπουδήποτε το συναντήσει αυτό. Κάνει τα πάντα για την αγάπη, για την σωτηρία του κόσμου.Τα λόγια του Αποστόλου Παύλου αποτελούν κανόνα για την συμπεριφορά της Για τους πάντες έγινα τα πάντα, έτσι ώστε με κάθε τρόπο να σώσω μερικούς. Ι Ι. Κορ. 9. 22). Η χριστιανική πίστη, πέρα και πάνω απο ιδεολογικοπολιτικές αντιθέσεις, είναι η συνεκτική δύναμη, που θα ενώσει όλους τους ανθρώπους σε μια παγκόσμια αδερφική κοινότητα.

                                                 ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙ.

ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΣΤΕ

1. Νὰ λέμε τὴν προσευχή μας ἀργὰ καὶ καθαρά. Ὄχι μὲ βιασύνη, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό.
2. Πρὶν προσευχηθοῦμε νὰ ἔχουμε συγχωρήσει ὅλους ὅσους μᾶς ἔχουν ἀδικήσει ἢ μᾶς ἔχουν στενοχωρήσει στὴ ζωή μας.
3. Νὰ μάθουμε νὰ ἀγαποῦμε τὴν προσευχή μας μὲ τρόπο ταπεινό.
4. Γιὰ νὰ καρποφορήσει μία προσευχὴ χρειάζεται βαθειὰ ταπείνωση καρδιᾶς καὶ μυστηριακὴ ζωή.
5. Ἡ προσευχὴ ἀποδίδει περισσότερο ὅταν ἔχουμε ἐξομολογηθεῖ καθαρὰ καὶ ἔχουμε κοινωνήσει τὸ Πανάγιον Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
6. Νὰ προσευχόμαστε χωρὶς εἰκόνες στὸ νοῦ μας, ἀλλὰ νὰ προσέχουμε τὰ λόγια της προσευχῆς μὲ κατάνυξη καὶ εὐλάβεια.
7. Ὅσο περισσότερο προσευχόμεθα, τόσο περισσότερο αἰσθανόμαστε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ.


Οἱ ἐχθροί μας δαίμονες δὲν κοιμοῦνται καὶ ἐργάζονται ἀκατάπαυστα νὰ μᾶς ρίξουν στὶς ἁμαρτίες καὶ ἐξαιτίας αὐτῶν καὶ τῶν παθῶν μας στὰ βάθη τῆς κόλασης. Μὲ ἄλλο τρόπο δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσουμε παρὰ μόνο μὲ τὴν προσευχή. Ἡ ἀνάγνωση πνευματικῶν βιβλίων εἶναι καλὴ καὶ ὠφέλιμη ἡ ἀνάγνωση ἢ παρακολούθηση τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μᾶς βοηθοῦν ὅσους ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ τὰ κάνουν.
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ὅμως ἕνας τρόπος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τοὺς ἄλλους τρόπους προσευχῆς εἶναι μὲ τὸ κομποσχοίνι. Σὲ κάθε κόμπο ἐπικαλεῖσαι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ λέγοντας τὴ σύντομη εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» ἢ ἁπλῶς « Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Θὰ ἀρχίσεις μὲ τὸ: Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν. Δόξα σοι ὁ Θεός, Βασιλεῦ οὐράνιε, Τρισάγιον, Παναγία Τριάς, Πάτερ ἡμῶν. Τὸν Ν´ ψαλμόν. Μιὰ σύντομη αὐτοσχέδια προσευχὴ μία φορὰ τὴν ἡμέρα μὲ σύντομη δοξολογία, εὐχαριστία, ἐξομολόγηση, αἴτηση ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν σου, ἐνισχύσεώς σου καὶ τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν σου στὸν ἀγώνα τὸν καλό, καὶ προσευχὴ μὲ κομποσχοίνι ὅπως παρακάτω:
Α. Ὁ Ἑσπερινός με κομποσχοίνι ἢ μὲ τὸ ρολόι χωρὶς κομποσχοίνι (κομποσχοίνι τῶν 300 κόμπων = τριακοσάρι, κομποσχοίνι τῶν 100 κόμπων = ἑκαστοστάρι).
Τρία τριακοσάρια τοῦ Χριστοῦ ἢ 15 λεπτὰ μὲ τὸ ρολόι.
Ἕνα τριακοσάρικο τῆς Παναγίας ἢ 5 λεπτὰ μὲ τὸ ρολόι.
Ἕνα ἑκατοστάρι τοῦ Ἁγίου της ἡμέρας ἢ 5 λεπτὰ μὲ τὸ ρολόι.
Ἕνα ἑκατοστάρι τοῦ Ἁγίου της Ἐνορίας ἢ 2 λεπτὰ μὲ τὸ ρολόι.
Ἕνα ἑκατοστάρι τοῦ Ἁγίου της ἑβδομάδος ἢ 2 λεπτὰ μὲ τὸ ρολόι.
Β. Τὸ Ἀπόδειπνον, τὸ ἴδιο ὡς ὁ Ἑσπερινός με ἐπιπλέον 2 τρακοσάρικα τῆς Παναγίας ἢ 10 λεπτὰ μὲ τὸ ρολόι.
Γ. Μεσονυκτικόν, τέσσερα τρακοσάρικα τοῦ Χριστοῦ σὲ 15 λεπτὰ μὲ τὸ ρολόι καὶ ἕνα τρακοσάρι τῆς Παναγίας ἢ 5 λεπτὰ μὲ τὸ ρολόι.
Δ. Ὄρθρος, ἐννέα τριακοσάρικα τοῦ Χριστοῦ ἢ μία ὥρα μὲ τὸ ρολόι, τρία τρακοσάρικα τῆς Παναγίας ἢ 15 λεπτὰ μὲ τὸ ρολόι. Ἀπὸ ἕνα ἑκατοστάρι τοῦ ἁγίου της ἡμέρας, τῆς ἐνορίας καὶ τῆς ἑβδομάδος ὡς στὸν ἑσπερινό, ἢ ἀπὸ δυὸ λεπτά, καὶ ἐπιπλέον ἕνα τρακοσάρι τῶν Ἁγίων Πάντων ἢ 5 λεπτὰ μὲ τὸ ρολόι.
Ε. Θεία Μετάληψις, τέσσερα τριακοσάρικα τοῦ Χριστοῦ ἢ 15 λεπτά. Ἕνα τρακοσάρικο τῆς Παναγίας ἢ 5 λεπτά.
Στ. Παράκλησις στὸν Χριστό, τὴν Παναγία ἢ σὲ Ἅγιο. Δυὸ τρακοσάρικα ἢ δέκα λεπτά.
Ζ. Ὧραι 1η, 3η, 6η καὶ 9η, ἕξι τριακοσάρικα τοῦ Χριστοῦ ἢ ½ ὥρα, δυὸ τρακοσάρικα τῆς Παναγίας ἢ 10 λεπτά.
Ἂν ἔχεις πολλὴ ἐλεύθερη ὥρα ταξιδεύοντας στὸ λεωφορεῖο, ἢ ὁπουδήποτε βρίσκεσαι, ἀντὶ νὰ πιάσεις κουβέντα μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο, κοίταξε τὸ ρολόι σου, κλείσου στὸν ἑαυτό σου καὶ λέγε τὴν εὐχὴ ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω.
Μὲ τὴν συνήθεια, τὴν ἀσταμάτητη προσοχὴ καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ γίνεσαι δύσκολος στόχος τοῦ πονηροῦ. Μαζί με αὐτά, ἡ καλλιέργεια τῆς ἀγάπης, τῆς εὐσπλαχνίας, τῆς πίστης, τῆς συμπόνοιας, τῆς κατάνυξης, τῆς αὐτοκατηγορίας, τῆς ἐλπίδας στὸν Θεό, τῆς τακτικῆς ἐξομολόγησης καὶ Θείας Κοινωνίας, ἀποκτᾶς ἕνα γερὸ ὁπλοστάσιο καὶ καθιστᾶς τὸν ἑαυτό σου θωρακισμένο μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ σχεδὸν ἀπρόσβλητον ἀπὸ τὰ θανατηφόρα βέλη τοῦ διαβόλου. Ὁ Κύριος εἶπε: «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Γι᾿ αὐτὸ γνωρίζοντας τὴν ἀσθένειά σου ταπεινώσου, καὶ ἔχε εἰς τὸν Θεὸ τὴν ἐλπίδα σου ἵνα μὴ καταισχυνθῇς καὶ δόξαζε κατὰ πάντα τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.


Στὰ κομποσχοίνια:
  • Τοῦ Χριστοῦ λέμε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
  • Τῆς Παναγίας λέμε: Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσόν με.
  • Τοῦ Ἁγίου της ἡμέρας: Ἅγιε… πρέσβευε ὑπὲρ ἐμοῦ.
  • Τοῦ Ἁγίου της ἐνορίας: Ἅγιε… πρέσβευε ὑπὲρ ἐμοῦ.
  • Τοῦ Ἁγίου της ἑβδομάδος: Ἅγιε… πρέσβευε ὑπὲρ ἐμοῦ.
    • Δευτέρα: Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἐμοῦ.
    • Τρίτη: Βαπτιστὰ τοῦ Χριστοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἐμοῦ.
    • Τετάρτη καὶ Παρασκευή: Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ, σῶσον μὲ τὴ δυνάμει σου.
    • Πέμπτη: Ἅγιοι Ἀπόστολοι, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἐμοῦ καί, Ἅγιε Νικόλαε, πρέσβευε ὑπὲρ ἐμοῦ.
    • Σάββατο: Ἅγιοι Πάντες, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἐμοῦ.
    • Κυριακή: Παναγία Τριὰς (ὁ Θεός), ἐλέησόν με.
  • Γιὰ τὸν Ἄγγελο Φύλακα: Ἅγιε Ἄγγελέ μου, φύλαξέ με.
M   E   T   A   N   O   I  A



Μεταπτωτικά ο άνθρωπος ευρίσκεται υπό την επιρροή όχι μόνο του νόμου της αμαρτίας του «εν τοις μέλεσι διεσπαρμένου», αλλά ακόμα και υπό την επίδρασι των αλλοιώσεων και των ποικίλων τροπών, πού υπάρχουν και αυτές σαν κακοί γείτονες. Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι εκείνοι πού συνεχώς μας ωθούν, μας αποπλανούν, μας παρασύρουν στο να μην ημπορούμε να φυλάξωμε αυτό πού θέλομε.
Και εξ αίτιας αυτών λοιπόν, ευρισκόμεθα εις συνεχή μετάνοια.
Όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες, έστω και ων είναι μια μόνο ημέρα η ζωή του ανθρώπου, δεν τίθεται θέμα αναμαρτησίας. Αυτό το νόημα της μετανοίας, είναι εκείνο πού βασικά μας απασχολεί. Κατά τους Πατέρες, ο Θεός δεν λυπάται τόσο αν ο άνθρωπος, τρόπον τινά, δεν τα κατάφερε και αμάρτησε. Δεν τον κρίνει γι' αυτό. Εκείνο πού λυπεί την Χάρι, είναι όταν ο άνθρωπος δεν θέλει να μετανοήση. Αυτό είναι ένα είδος απογνώσεως, ένα είδος βλασφημίας προς αυτό το Πανάγιο Πνεύμα.
Γι' αυτό πρέπει να εντείνωμε την προσπάθεια μας.
Καί έφ' όσον θέμα αναμαρτησίας δεν τίθεται, να τίθεται θέμα συνεχούς μετανοίας. Να πείθωμε την ενδημούσα σε μας θεία Χάρι, ότι τα σφάλματα τα οποία συμβαίνουν δεν είναι εκούσια. Ποτέ μας δεν θέλομε να αρνηθούμε και να προδώσωμε την αγάπη του Θεού, αλλά μέσα στην αδυναμία, απειρία και αγνωσία, περικλείονται όλα μας τα λάθη. Και συνεχώς πίπτοντες, φωνάζαμε το «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», να επικαλούμεθα νέα μορφή συνεργείας της Χάριτος, ούτως ώστε να ολοκληρώση την γνώσι μας και τις δυνάμεις μας, για να ιδούμε καλά και να ενεργήσωμε σωστά και έτσι να ημπορέσωμε εις αυτές τις δύσκολες ημέρες να ορθοποδήσωμε. Γιατί κατά τον Παύλο «εγγύτερον ημών η σωτηρία» τώρα, «ή ότε επιστεύσαμεν».
Βλέποντες όλοι μας και έχοντες πείρα των γεγονότων, αντιλαμβανόμεθα «εγγίζουσαν την ημέραν». Παρατηρούμε να δυναμώνη περισσότερο του εχθρού μας η δύναμι, αλλά και η ιδική μας έκτασι να περιορίζεται, λόγω του ότι οι άνθρωποι περισσότερο αποφεύγουν, περισσότερο απομακρύνονται και έτσι το κοινωνικό σύνολο γίνεται και αυτό εμπόδιο· διότι οι άνθρωποι οι πνευματικοί εμειώθησαν, έμεινε το «λείμμα», ελάχιστοι.
Πόσο πρέπει να είμεθα προσεκτικοί και ενωμένοι για να τα βγάλωμε πέρα! Το θέμα της επιτυχίας μας δεν είναι θέμα τεχνικό, ώστε να αποδώσωμε το βάρος στην συμμαχία των συνανθρώπων μας. Χρήσιμο είναι εάν είμεθα σύμφωνοι και ομοϊδεάται. Το κέντρο όμως της επιτυχίας, είναι η συμμαχία της Χάριτος. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
Όλη μας η προσοχή είναι στο πώς να κρατήσωμε μαζί μας την ενέργεια της Χάριτος Του, το «μεθ' υμών ειμί πάσας τάς ημέρας, έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20). Αυτό το «μεθ' υμών ειμί» πρέπει να το προσέξωμε πάρα πολύ, εάν πράγματι είναι «μεθ' ημών». Διότι «δυνάμει» ο Θεός Λόγος είναι «μεθ' ημών». «Δυνάμει» δεν απουσιάζει από πουθενά. Αλλοίμονο αν συμβή τούτο! Εάν απουσιάση κλάσμα δευτερολέπτου από την κτίσι, αυτή θα εξαφανισθή. Αυτός είναι το Πάν του παντός. «Δυνάμει» είναι μαζί μας. Είναι όμως «ενεργεία» μαζί μας;
Λέγει ένα σοφό λόγο ο Ωριγένης: «Τι μοί όφελος, ει ο Λόγος σεσάρκωται καί εγώ Αυτόν ου κατέχω;» Και λέω και εγώ τώρα. Τι θα μας ωφελήση εάν «δυνάμει» είναι μαζί μας ο Θεός Λόγος, αφού «ενεργεία» δεν τον αισθανόμεθα; Και φυσικά δεν πταίει Αυτός. Πταίομε εμείς, μη κάνοντας καλό χειρισμό. Γι' αυτό η προσοχή μας να είναι εις αυτό τον τομέα. Στο πώς ανά πάσαν ώρα να μην χάνωμε τις ευκαιρίες και τα μέσα. πού θέτουν εις ενέργεια την παρουσία της θείας Χάριτος. Μαζί με αυτή, πού «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί» να αξιωθούμε να ολοκληρώσουμε τον σκοπό μας προς επιτυχία, διότι «αι ημέραι πονηροί είσιν». «Εν σοφία προς τους έξω περιπατείτε».
Κοιτάξετε από που συνιστάμεθα. Από τα έξω, από τα πέριξ, από τα έσω. Πώς επιβουλεύει τον άνθρωπο η αμαρτία; Κεντά από τα έξω, κατ' ευθείαν. Ρίπτει στην οθόνη της διανοίας την εικόνα, οποιανδήποτε εικόνα εφάμαρτη και προκαλεί τον νου. Τον προκαλεί να περιεργαστή την εικόνα. Ο νους πρέπει να προσέξη. Τι είναι αυτή η εικόνα; Χρειάζεται ή όχι; Αν ο νους είναι υγιής, την απορρίπτει αμέσως. «Υπάγε οπίσω μου, σατανά, Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και Αυτώ Μόνω λατρεύσω».
Παρά ταύτα η αμαρτία δεν υποχωρεί και δεν φεύγει μολονότι ηττήθη με τον τρόπο πού εκτύπησε. Αφήνει την κατ' ευθεία κίνησι και παίρνει την πλαγία και κτυπά εν ονόματι της προφάσεως, εν ονόματι των φυσικών νόμων, εν ονόματι της χρείας. Και όμως είναι δόλος.
Παραμερίζει την κατ' ευθεία κρούσι και παίρνει την δολία. Εάν και εις αυτή ο νους προσέξη, το εξετάση καλά - διότι η απόφασι του είναι ο αληθής νόμος της χρείας και όχι της επιθυμίας - τότε αφήνει αυτό τον τρόπο και παίρνει την βία. Ορμά εν ονόματι του πάθους, με σατανική ενέργεια και πιάνει τον άνθρωπο από τον λαιμό, να τον στραγγαλίση. Εκβιάζει πλέον, όπως έκανε ο Ναβουχοδονόσορ- «ή θα προσκυνήσετε την εικόνα μου, διότι το θέλω εγώ, ή θα σας ρίξω στην κάμινο». Και εις αυτές τις φράσεις ευρίσκεται ολόκληρος ο δαίδαλος του σατανικού πάθους, και με αυτό τον τρόπο κτυπά τον άνθρωπο. Γι' αυτό πρέπει ο άνθρωπος να είναι συνεχώς ξύπνιος, να μην παρασυρθή, διότι η αμαρτία δεν υποκύπτει, δεν υποχωρεί, θα μεταχειρισθή όλους τους δόλους και τους τρόπους για να απατήση τον άνθρωπο. Εδώ ακριβώς πρέπει να προσέξωμε, διότι μετά την αμαρτία ακολουθεί απογοήτευσι, όπως μετά το τραύμα ακολουθεί πόνος· δεν είναι φυσικό φαινόμενο, αλλά σύμπτωμα. Έτσι και αυτά πού ακολουθούν την ψυχή, απόγνωσι και αποθάρρυνσι, δεν είναι φυσικά φαινόμενα, αλλά διαβολικότατα, παρόλο πού παρουσιάζονται με μορφή φυσική! Εδώ λοιπόν χρειάζεται πολλή προσοχή, για να μην χάση ο άνθρωπος το θάρρος του, όταν κάνη λάθος, εφ' όσον αλάνθαστη ζωή, ως γνωστό, δεν υπάρχει.
Ακούμε πολλές φορές ανθρώπους να λέγουν: «Μα είμαι αμαρτωλός και ο Θεός δεν μου ακούει», «μα είμαι αμαρτωλός και δεν έχω θάρρος και δεν τα καταφέρνω· είμαι ανάξιος». Όλα αυτά είναι προφάσεις από τα δεξιά, ενώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο Θεός ήρθε για τους αμαρτωλούς. Δεν τίθεται θέμα αναξιότητος. Όσο πιο ανάξιος είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο πολύ ανάγκη έχει να καταφεύγη στον Θεό. Και αυτούς πιο πολύ ο Θεός «προσίεται», γιατί όπως είπε, ήρθε για τους ασθενείς όχι για τους υγιείς.
Επομένως αυτό στην πρακτική μορφή είναι πολύ χρήσιμο, να μένη ο άνθρωπος μετά το λάθος και να μην χάνη το θάρρος του. Και αυτό θέλει ανδρεία και προαίρεσι να το κατορθώση και όμως είναι τόσο απαραίτητο. Όταν όλα αυτά τα προσέχει ο άνθρωπος, τότε ευρίσκεται ο νους του σε μια κατάστασι μαχητικότητος, σε μια κατάστασι εγρηγόρσεως, ούτως ώστε πάντοτε προσέχει και ποτέ δεν απατάται.
Και προσέχοντας έτσι, κατ' ανάγκην ευρίσκεται σε συνεχή μετάνοια, και συνεχής μετάνοια είναι, ανά πάσαν ώρα να ομολογή στον Θεό:
«Ήμαρτον, Κύριε, δεν τα κατάφερα. Βοήθησέ με. Παράμεινε μαζί μου. Συ είπες: χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ακριβώς αυτό το έχω καταλάβει. Το έκαμα συνείδησι. Γι' αυτό επιμένω. Κρούω, ζητώ, αιτώ, δεν θα παύσω να ενοχλώ. Δεν μπορώ χωρίς Εσένα. Δεν πρόκειται να φύγω. Εάν δεν βαρύνονται τα ώτα Σου να με ακούουν, δεν θα βαρεθή και το στόμα μου να φωνάζη. Επιμένω, ειναι αλάνθαστος η κρίσι Σου στο να με ανακαλέσης σε μετάνοια. Τούτο το έκανες Συ, θεία Παναγαθότης, δεν το έκανα εγώ. Ούτε ήξερα τον Θεό, ούτε ήταν δυνατό να τον ανακαλύψω. Συ, Κύριε, Πανάγαθε, ήρθες και με ευρήκες και με εφώναξες να σε ακολουθήσω. Αυτό το επήρα, το θέλω, το επιθυμώ. Δεν τα καταφέρνω όμως. Γι' αυτό επιμένω, θέλω να με βοηθήσης. Πρέπει αυτό που εχάρησες να μην το απολέσω».
Βλέπετε! Σας έκαμα μια εικόνα, πώς είναι ο τρόπος της πραγματικής μετανοίας. Αυτές οι διαθέσεις πρέπει να ευρίσκονται στην ψυχή του ανθρώπου του ευρισκομένου υπό μετάνοια. Εάν αυτό το συνεχίζει ο άνθρωπος πραγματικά, γεννάται μέσα του ένα άλλο είδος θάρρους, το όποιο δεν εγνώριζε πριν. Είναι μια μορφή παρρησίας. Αυτή την παρρησία πού έχουν τα παιδιά προς τον πατέρα τους, την οποία δεν ημπορούν να αποκτήσουν οι υπηρέται και οι υπάλληλοι. Και τούτο γίνεται από το θάρρος αυτό, μέσω του οποίου πολεμά την αμαρτωλότητα και κρατά τον όρο της μετανοίας.
Αυτό στην πρακτική είναι πάρα πολύ απαραίτητο, για όλους μας ανεξαιρέτως, περισσότερο όμως στους αδελφούς μας πού ζουν στην κοινωνία, πού ευρίσκονται πιο εκτεθειμένοι μέσα στα αίτια.
Μετά την πτώσι ο άνθρωπος έχασε την προσωπικότητά του και έγινε επιρρεπής προς τα αίτια πλέον και μάλλον εξαρτάται από αυτά. Εάν, όταν ήταν ολοκληρωμένη προσωπικότης, κατόρθωσαν και τον επλάνησαν, σκεφθήτε τώρα πού δεν έχει προσωπικότητα και ευρίσκεται υπό την επίδρασί των, πόσο ισχυρά είναι αυτά· και επειδή ο άνθρωπος δεν έχει δύναμι, διότι είναι τραυματισμένος από την αμαρτία και με τάς αισθήσεις του καθόλου υγιείς, τότε γίνεται λεία δυστυχώς και θύμα αυτών των παραγόντων. Επομένως έχει ανάγκη να ευρίσκεται υπό συνεχή μετάνοια, η οποία είναι το ταπεινό φρόνημα, διότι η πραγματική μετάνοια είναι η πρακτική ταπεινοφροσύνη.
Η πρακτική ταπεινοφροσύνη και ταπείνωσι, είναι η μόνη θέσι των λογικών όντων, η οποία προκαλεί το θείο έλεος. «Ταπεινοίς δίδωσι χάριν καί υπερηφάνοις αντιτάσεται» ο Θεός.
Εφ' όσον έτσι είναι τα πράγματα, είμεθα υποχρεωμένοι αυτό τον τρόπο να εκμεταλλευθούμε. Το νόημα είναι πλέον σαφές. Χωρίς την συνεργασία της Χάριτος, είναι αδύνατο να τα βγάλωμε πέρα. Πρέπει λοιπόν, να επινοήσωμε τρόπους, να προκαλέσωμε περισσότερο την συμπαράστασι της Χάριτος, ώστε μαζί με αυτή να ημπορέσωμε να επιτύχωμε. Τι λέγει ο Παύλος; «Πάντα Ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Και ο Ιησούς μας λέει: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ο Παύλος έχοντας πείρα της παρουσίας της θείας Χάριτος, ομολογεί και λέει: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Εάν λοιπόν, «πάντα ισχύωμεν» εν
τη ενδυναμούση Χάριτι, αρά όλη μας η προσπάθεια είναι πώς να την τραβήξωμε μαζί μας.
Όλες οι αρετές είναι αφετηρία στο να προκαλέσουν και να συγκρατήσουν την Χάρι.
Η κεντρικωτέρα από όλες, κατά τους Πατέρες μας, είναι η ταπεινοφροσύνη. Αυτήν πάρα πολύ αγαπά η Χάρις, και δεν είναι παράδοξο. Εφ' όσο μας απεκάλυψε ο Ιησούς μας, ότι Αυτός ο ίδιος είναι «πράος και ταπεινός τη καρδία» άρα το θέμα της ταπεινοφροσύνης δεν είναι μια απλή προτίμησι της θείας φύσεως, της θείας απαιτήσεως προς τα λογικά όντα, αλλά είναι κάτι το οποίο προσίεται η θεία φύσι, για λόγους πού ξέρει ο Πανάγαθος Θεός· και εφ' όσον είναι στην ιδιότητα Του, στην οντότητά Του ταπεινός, άρα γεννάται διπλή η υποχρέωσι να είμεθα και εμείς πλέον ταπεινοί.
Εφ' όσον η ταπεινοφροσύνη τόσο πολύ βοηθά, ο πρακτικός τρόπος με τον οποίο συντελείται, είναι η ειλικρινής μετάνοια. Ο ειλικρινώς μετανοών, συνεχώς ευρίσκεται προσπίπτων στον Θεό. Επιρρίπτει τον εαυτό του στον Θεό, και συνεχώς φωνάζει· «ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ», «ελέησόν με, Πανάγαθε, κατά το μέγα Σου έλεος», «συγχώρα με, Κύριε, δεν τα καταφέρνω». «Έλα, Κύριε, παρέμεινε μαζί μου». Και εφ' όσον όπως λέει ο Δαυίδ, «εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος», ιδού ένας απλός τρόπος να έχουμε μαζί μας την συμμαχία της Χάριτος και να επιτύχωμε αρτιώτερα και τελειότερα την σωτηρία μας.
Γι' αυτό κανείς από μας τους πιστούς να μην φεύγη από τα περιθώρια της ταπεινοφροσύνης.
Η σωτηρία μας είναι και λέγεται «δωρεάν σωτηρία». Γιατί είναι γεγονός ότι όλες οι αρετές είναι χρήσιμες, αλλά πάρα πολλές από αυτές έχουν μια αγωνιστικότητα, την οποία δεν διαθέταμε όλοι μας. Διότι η πρακτική αγωνιστικότητα χρειάζεται αυθορμητισμό, πολλή αποφασιστικότητα, πολλή φιλοπονία, συνεχή επαγρύπνησι, πράγματα τα όποια δεν έχομε πάντοτε.
Το να κρατήσωμε την ταπεινοφροσύνη - και αυτό είναι κουραστικό - δεν είναι όμως υπέρ την φύσι μας, πράγμα δηλαδή ακατόρθωτο. Διότι το να σκέπτεται κανείς ταπεινά, είναι το πιο απλό πράγμα. Αλλά μήπως δεν είμεθα και ταπεινοί; Δηλαδή, είμεθα κατά κυριολεξία ταπεινοί, εφ' όσον η αμαρτία μας συνέτριψε. Αν φρονούμε ταπεινά, είμεθα αληθεύοντες, διότι ανακαλύψαμε την πραγματική μας προσωπικότητα, πού την συνέτριψε η αμαρτία. Διότι ούτε το «κατ' εικόνα και ομοίωσι» το όποιο μας εχάρισε ο Θεός στην δημιουργία αξιοποιήσαμε, ούτε το θέμα της Χάριτος και της υιοθεσίας, το οποίο μας έδωσε ο Θεός με την παρουσία του, έχομε. Το να σκέπτεται λοιπόν κανείς ταπεινά τι είναι; Η ανακάλυψι της αλήθειας, της πραγματικότητος.
Αυτές οι θεωρίες είναι φυσικές και πάρα πολύ βοηθούν. Είναι εύκολο ο καθένας με αυτές να ασχολήται, έως ότου εύρη πράγματι, συν τη Χάριτι, την πνευματική ταπείνωσι, οπότε ολοκληρώνεται εκεί η προσωπικότητα του. Η ειλικρινής μετάνοια απεκάλυψε την ταπεινοφροσύνη, η δε ειλικρινής ταπεινοφροσύνη έδωσε την ολοκληρωμένη μετάνοια. Το ένα γεννά το άλλο.
Όπως είπαμε και πριν, εφ' όσον αναμαρτησία δεν υπάρχει, τίθεται μόνο θέμα ειλικρινούς μετανοίας.
Συνεργούσης της Χάριτος, αρχίζει στον άνθρωπο (εκεί οπού η αμαρτία είχε άλλοτε επίδρασι δυναστική και τον εξεβίαζε είτε κατά διάνοια, είτε από μέρους των αισθήσεων, σαν αιχμάλωτο) μετά από ειλικρινή μετάνοια, να εξασθενή μέσα του η δύναμί της και εκεί πού άλλοτε τον εστραγγάλιζε και τον απασχολούσε, σιγά-σιγά παραμένει μόνο μια ψιλή μνήμη. Και αν αγωνισθή ο άνθρωπος , αυτή η ψιλή μνήμη χάνεται και του έρχεται αηδία προς την αμαρτωλότητα, διότι στην πραγματικότητα η αμαρτωλότης είναι παραφροσύνη, γιατί η αμαρτία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ά-λογο πράγμα, παράλογο, «παρά φύσι». Ούτε φυσικό, ούτε χρειώδες είναι. Είναι παράνοια, ένας παραλογισμός, μια παρερμηνεία. Δεν έχει φύσι, ούτε θέσι. Δημιουργείται ελλείψει του καλού. Όταν κανείς εξυγιανθή, βλέπει αυτό το τέρας και το απεχθάνεται. Τον καιρό όμως της αμετανοησίας του, του επιβάλλεται και τον στραγγαλίζει.
Έχομε την ανάγκη της συμπαραστάσεως της Χάριτος, για να ημπορέσωμε σιγά-σιγά με την βοήθεια της να αποφύγωμε την αμαρτωλή διάθεσι. Να αποφύγωμε πρώτα την «κατ' ενέργεια αμαρτία», μετά την «κατ' ενέργεια επιθυμία και σκέψι», ούτως ώστε να εξαλειφθή τελείως από την διάνοια μας. Τότε καθαρίζει ο νους και γίνεται πλέον ελεύθερος στο να σκέπτεται και να λογίζεται πάντα αυτά τα όποια θέλει ο Θεός.
Συνεχίζοντας - συν τη Χάριτι - γίνεται και «τη καρδία καθαρός», οπότε ολοκληρώνεται πλέον μέσα στα περιθώρια του αγιασμού και επιτυγχάνει τις θειες επαγγελίες, όπως μας παραδίδουν οι Πατέρες μας. Γι' αυτό χρειάζεται προσοχή, ούτως ώστε να αξιολογούνται ο χώρος, ο χρόνος, ο τόπος, τα μέσα, οι δυνάμεις, τα πάντα. Να μην χάνεται τίποτε.
Για να γίνονται όλα αυτά, πρέπει να ευρίσκεται ο νους στην βάσι του. Και ο νους κρατείται στην βάσι του μόνο με την μνήμη του Θεού. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η «ευχή». Γι' αυτό ο Παύλος επιμένει στο «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Εάν ο νους ευρίσκεται υπό την επίδρασι της μνήμης του Θεού, όλα τελειώνουν, δεν ημπορεί να παρασυρθή.
Η αμαρτία μη έχοντας πρόσωπο, ούτε φύσι, ούτε θέσι, μόνο δια της απάτης, του δόλου και του εκβιασμού εισέρχεται. Όταν ο νους όμως ευρίσκεται στην θέσι του, είναι αδύνατο να πλανεθή. Δεν μπορεί η αμαρτία τίποτε να κάνη, στέκεται μόνο σε μια ψιλή υπόμνησι και τίποτε άλλο.
Παράδειγμα ο Ιησούς μας. Μετά το βάπτισμα απεσύρθη στην έρημο και ενήστευε. Εκεί εδέχθη την επίθεσι του σατανά, με τους τρεις κορυφαίους πειρασμούς. Υπό απλή υπόμνησι μόνο, τίποτε παραπάνω.
Τον προκαλεί πρώτα στην φιλαυτία. «Αφού επείνασες, δεν τρως;» «Ναι - λέει - θα φάω όποτε θέλω εγώ. Τότε μόνο». Τι νόημα έχει αυτό; Δεν θα υποκύψω στη φιλαυτία της ορέξεως, θα υποκύψω στους όρους της χρείας μόνο. «Θα φάω οπότε θέλω εγώ, όχι όποτε μου πεις εσύ». Είναι η ελευθερία της χρήσεως, όχι της παραχρήσεως. Αποδεικνύει δηλαδή, ότι ο άνθρωπος τρώει για να ζή και δεν ζή για να τρώη.
Έρχεται ο δεύτερος πειρασμός, του εγωισμού. Του λέει: «Αφού είσαι Υιός του Θεού, βάλε σε πειρασμό, εις ενέργεια την Χάρι, να απόδειξης ότι αφού είναι θέλημα του Θεού θα σε σώση». «Ναι - άπαντα - έτσι είναι. Αλλά δεν θα πειράξω τον Θεό. Ξέρω ότι ο Θεός είναι Πατέρας και προνοεί, θα προνοήση Εκείνος, γιατί ξέρει πότε έχω χρεία, δεν θά τον βάλω εγώ σε πειρασμό».
Αυτή ήταν η δύναμι του σατανά. Και έφυγε, «και άγγελοι προσήλθαν και διηκόνουν Αυτώ» (Ματθ. 4,11). Εδώ εννοείται η Χάρις του αγιασμού. Υπό μορφή, λοιπόν, μόνο προσβολής έρχεται η αμαρτία. Όταν όμως ηττηθή ο άνθρωπος κατ' επανάληψι, τότε πηγαίνει δυναστικά και τον δένει και τον σέρνει. Αυτή είναι αιχμαλωσία πλέον.
Είπαμε όμως προηγουμένως πώς γίνονται όλα αυτά.
Για να ημπορέση ο νους μας, με ανοικτά τα μάτια να παρακολουθή πόθεν του έρχονται οι προσβολές και να έχη την δυνατότητα να αμύνεται, πρέπει να τον κρατήσωμε στη μνήμη του Θεού. Ευκολώτερος τρόπος της μνήμης του Θεού από την προσευχή, δεν υπάρχει· γι' αυτό και ενομοθετήθη υπό του Παύλου το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Και δεν είναι παράξενο ότι το ευρίσκαμε αυτό και στους αγίους Αγγέλους, όπου εις όλους τους αιώνας της υπάρξεως τους, ένα έχουν να κάνουν συνεχώς να υμνούν τον Θεό. Αλλά και όλα τα λογικά όντα στην αιωνιότητα, στην παλιγγενεσία, μεταφερόμενα στην βασιλεία του Θεού, αυτό θα κάνουν. Και εδώ για να χαρακτηρισθή ένας άνθρωπος ότι είναι αληθινά πνευματικός, πρέπει να έχη μέσα του συνεχή ευχή. Αυτό είναι το τρανό δείγμα ότι πρόκοψε πνευματικά.
Άρα η ζωή του μέλλοντος είναι η συνεχής ευχή, συνεχής ανακύκλησι του θείου Ονόματος μέσα μας. Και αυτό είναι η δόξα μας και η ανάπαυσί μας.
Όλα αυτά τα είπα, για να μην μας φανή παράξενο για την εντολή πού έχομε να είμεθα συνεχώς «ευκτικά όντα», να προσευχώμεθα πάντοτε. «Τις σοφός και συνήσει ταύτα και φυλάξει τα ελέη του Κυρίου;» Ο καθένας από μας, έχομε επιτακτικό καθήκο να εξασκήσωμε την προσευχή μέσα μας, όσο εξαρτάται από μας.
Κρατώντας ο νους την προσευχή, είναι ξύπνιος και βλέπει πόθεν έρχονται οι λογισμοί και τι σκοπό έχουν τα ποικίλα τεχνάσματα της αμαρτίας, πού προσπαθούν να τον απατήσουν.
Η μετάνοια ανακαλεί τον άνθρωπο από την εμπαθή κατάστασι και τον φέρνει στην φυσική. Όταν έλθη ο άνθρωπος στην φυσική κατάστασι, μακράν των παθών και των επιθυμιών, τότε τον τραβά η θεία Χάρις στο «υπέρ φύσιν», πού είναι ο αγιασμός.
Είναι αδύνατο όμως να επιδράση πάνω του η Χάρις και να παραμείνη μαζί του εάν αμαρτάνη, διότι η αμαρτωλότης είναι «παρά φύσιν» και ο Θεός «εν σώματι καταχρέω αμαρτίας ουκ εισελεύσεται». Επομένως πάση δυνάμει, κάθε άνθρωπος, κάθε πιστός, πρέπει να συγκρουστή με την αμαρτία και ό,τι έχει γίνει μέχρι τώρα κατά λάθος, να μην επαναληφθή να φθάση στην κατάστασι να μην αμαρτάνη πρακτικά και να κλαίη για τις περασμένες αμαρτίες.
Μη αμαρτάνοντας πρακτικά, παύει να δανείζεται.
Κλαίοντας για τις περασμένες αμαρτίες, πληρώνει τα παλαιά και τότε ισορροπούν οι σχέσεις του με τον Θεό. Αυτός είναι ο πρακτικός τρόπος της μετανοίας. Αφού ισορροπήσουν οι σχέσεις μας με τον Θεό, τότε επιδρά επάνω μας η θεία Χάρις, διότι «τους δοξάζοντας με δοξάσω και οι εξουθενούντες με ατιμασθήσονται».
Είναι αδύνατο η θεία Χάρις, η όποια είναι μέσα μας, όταν της δοθούν οι προϋποθέσεις, να μην ενεργήση. Γι' αυτό εξ άλλου υπάρχει και η Εκκλησία, η προέκτασι του Ιησού μαζί μας, πού λέει ότι «μεθ' υμών ειμί πάσας τάς ημέρας». Δια της Εκκλησίας και των μυστηρίων προεκτείνεται μαζί μας και συνεχίζει να ευρίσκεται πάντοτε μαζί μας, οποιανδήποτε ώρα επικαλεσθούμε την συμπαράστασί Του.
Είναι τόσο απλό. Αρκεί ο άνθρωπος να αξιολόγηση τις ενέργειες του στην ζωή αυτή και να μην χάνη ούτε χρόνο, ούτε χώρο, ούτε πρόφασι, ούτε δύναμι από όσας διαθέτει η ψυχοσωματική του οντότης και με την βοήθεια της Χάριτος θα επιτυχή την σωτηρία του.
Η σωτήρια δεν είναι φυσικά αποτέλεσμα των έργων μας, αυτή είναι «Ρωμαιοκαθολική» θέσι. Η σωτηρία πηγάζει μόνο από τον Σταυρό, δωρεάν και τα έργα πού κάνομε δεν είναι για να την αγοράσωμε. Αλλοίμονο. Είναι βλάσφημο και να το σκεφθή κανείς.
«Το αίμα του Υιού του Θεού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α' Ιωάν. 1,7), όχι τα ιδικά μας έργα. Η αντίστασι προς την αμαρτία και αμαρτωλότητα, δεν είναι προς εξαγορά της σωτηρίας, αλλά είναι στο να δείξωμε χαρακτηριστικά την προσωπικότητα μας, ότι είμεθα λογικά όντα και δεν υποκύπταμε στην παρά φύσι ζωή.
Η αρετή είναι φυσικό φαινόμενο, δεν είναι επιβεβλημένο. Και αν απαίτησε ο Θεός να γίνουμε ενάρετοι από αμαρτωλοί, αυτό είναι υποβιβασμός για μας, διότι αυτό το περιέχει η φύσι μας. Η αρετή είναι κατά φύσι μέσα στην προσωπικότητα του ανθρώπου σαν «κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού». Έξω από την αρετή, δεν είναι κανείς άνθρωπος, είναι υπάνθρωπος. Οι αρετές πού κάναμε, είναι για να ελευθερωθούμε από την παρά φύσι ζωή, πού μας παρέσυρε η αμαρτία και μας έρριξε εκεί μέσα. Τώρα πρέπει να ανασυρθούμε από τον βόθρο της κτηνώδους καταστάσεως και γι' αυτό ακριβώς αγωνιζόμενα και όχι για να αγοράσωμε την σωτηρία.
Αυτή πηγάζει από τα μυστήρια και τον Σταυρό του Χριστού. Αυτή είναι η ορθή θέσι της θεολογίας πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας, οι όποιοι ερμηνεύουν πολύ καλά και το θέμα, τον τρόπο πού ο σατανάς προβάλλει την αμαρτωλότητα. Δεν είναι για να μετρήση την έκτασι της αμαρτίας, όση και αν είναι. Ξέρει αυτός, ότι αν γυρίση ο πιστός και πη στον Θεό «ήμαρτον», τότε αμέσως τον συγχωρεί. Η δύναμι του σατανά και η επιμονή του στο να ρίξη τον άνθρωπο στην αμαρτία, είναι οτι μετά από αυτή θα έλθη η απόγνωσι, και η απόγνωσι κρατά την κεφαλή, πού είναι η προθυμία και παραδίδεται πλέον ο άνθρωπος άνευ όρων.
Και τώρα καταλήγαμε να πούμε, ότι η απογοήτευσι, μετά την αμαρτία, είναι μεν επακόλουθο φαινόμενο, αλλά «παρά φύσι»! Είναι αναγκαίο κακό. Είναι όπως συμβαίνει στο παράδειγμα του τραύματος και του πόνου. Μετά το τραύμα ακολουθεί πόνος. Πρέπει, πάση σπουδή, ο άνθρωπος να θεραπεύση και το τραύμα και τον πόνο. Αλλοιώς θά φθαρή.
Η μετά την αμαρτία απογοήτευσι, όσο μεγάλη και αν είναι η αμαρτία, είναι διαβολικό φαινόμενο. Διότι θέμα αναμαρτησίας δεν υπάρχει, αφού ήλθε ο Θεός ξέροντας, ότι ο άνθρωπος είναι παναμαρτωλός, απωλεσμένος και υποβιβασμένος στον θάνατο και την καταστροφή. Ήλθε εκουσίως εξ αγάπης, μόνος Του και τον αγκάλιασε και τον εσήκωσε. Τώρα πώς ημπορούμε να πούμε «είμεθα αμαρτωλοί και δεν είμεθα Άγιοι, γι' αυτό και απελπιζόμαστε». Αφού Αυτός για τους αμαρτωλούς ήλθε και όχι για τους δικαίους. Μόνος του το ομολογεί. Απόδειξι ότι έδωσε τα κλειδιά της βασιλείας στον Πέτρο, πού τον αρνήθηκε τρεις φορές και δεν τα έδωσε στον Ιωάννη, τον επιστήθιο και ηγαπημένο.
Όχι γιατί υποβιβάζει ο Θεός την αρετή, αλλά περισσεύει, ξεχειλίζει η πατρική του στοργή στον αδύνατο και τον συντετριμμένο και στο απολωλός. Και υπό το νόημα αυτό πρέπει κανείς να μην φοβάται και να μην παραδέχεται την απογοήτευσι και αποθάρρυνσι σαν επακόλουθο της αμαρτίας, αλλά όπως το ελατήριο να πετάγεται επάνω πάλι και να λέγη; «Ήμαρτον,Θεέ μου, μη μου το γραφής, μετανοώ». Και έτσι με θάρρος να συνεχίζη τον καλό αγώνα του, με ακλόνητη την πίστι στην Παναγάπη και αγαθότητα του Ιησού μας.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησον Με.

ΝΗΨΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ


Η πράξη της νοεράς προσευχής είναι να βιάσεις τον εαυτό σου να λες συνεχώς την ευχή με το στόμα αδιαλείπτως. Στην αρχή γρήγορα να μην προφθάνει ο νους να σχηματίζει λογισμό μετεωρισμού. Να προσέχεις μόνο στα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν αυτό πολυχρονίσει, το συνηθίζει ο νους και το λέει και γλυκαίνεσαι σαν να έχεις μέλι στο στόμα σου και θέλεις όλο να το λες. Αν το αφήνεις στενοχωριέσαι πολύ.
Όταν το συνηθίσει ο νους και χορτάσει -το μάθει καλά- τότε το στέλνει στη καρδιά. Επειδή ο νους είναι ο τροφοδότης της ψυχής και ό,τι καλό ή πονηρό δει ή ακούσει το κατεβάζει στη καρδιά που είναι το κέντρο της σωματικής και πνευματικής δυνάμεως του ανθρώπου, ο θρόνος του νου· όταν ο ευχόμενος κρατά το νου του να μη φαντάζεται τίποτε, αλλά προσέχει μόνο στα λόγια της ευχής, τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποια βία και θέληση δική του τον κατεβάζει στη καρδιά και τον κρατά μέσα κλεισμένο και λέει με ρυθμό την ευχή:

- «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Στην αρχή λέει μερικές φορές την ευχή και παίρνει μία αναπνοή. Κατόπιν όταν συνηθίσει να παραμένει ο νους στη καρδιά, λέει σε κάθε αναπνοή μία ευχή με τον εξής τρόπο: Λέει το «Κύριε Ιησού Χριστέ» στην εισπνοή και το «ελέησόν με» στην εκπνοή. Αυτό ανήκει στην πρακτική μορφή της ευχής έως ότου επισκιάσει και αρχίσει να ενεργεί η Θεία Χάρη. Εάν αυτό δεν διακοπεί, με την χάρη του Χριστού, ακολουθεί η θεωρία.

Λοιπόν παντού λέγεται η ευχή· και όταν κάθεσαι και στο κρεβάτι και περπατώντας και όρθιος. «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε», λέει ο Απόστολος. Δεν προσεύχεσαι μόνο όταν πλαγιάζεις. Θέλει αγώνα· όρθιος, καθιστός. Όταν κουράζεσαι, κάθεσαι και μετά πάλι όρθιος. Να μη σε πιάνει ο ύπνος.

Αυτά λέγονται «πράξις». Δείχνεις την προαίρεσή σου στο Θεό, όλα δε εξαρτώνται απ’ αυτόν εάν σου δώσει. Χωρίς τον Θεό τίποτε δεν γίνεται. Ο Θεός είναι η αρχή και το τέλος. Η Χάρις του τα πάντα ενεργεί. Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη.

Αν θέλεις να βρεις το Θεό, μόνο διά της «ευχής», μη βγάλεις αναπνοή χωρίς την ευχή. Πρόσεχε μόνο να μη δέχεσαι φαντασίες. Γιατί το θείο είναι ανείδεο, αφάνταστο, αχρωμάτιστο. Δεν δέχεται συλλογισμούς. Ενεργεί ως αύρα λεπτή μέσα στις σκέψεις μας.

Εάν μπορέσεις να λέγεις την «ευχή» εκφώνως και συνέχεια, σε δύο-τρεις μήνες τη συνηθίζεις και μετά πλησιάζει η Θεία Χάρη και σε ξεκουράζει. Αρκεί να μη σταματήσεις να την λες με το στόμα, χωρίς διακοπή. Όταν την παραλάβει ο νους τότε θα ξεκουρασθείς χωρίς να τη λες με τη γλώσσα . Όλη η βία είναι στην αρχή, έως ότου γίνει συνήθεια. Κατόπιν θα την έχεις σ’ όλα τα χρόνια της ζωής σου· θα την λέει ο νους χωρίς κόπο. Μόνο κτύπα ευθέως στη θύρα του θείου ελέους και πάντως ο Χριστός μας θα σου ανοίξει· είναι αδύνατον. Αγάπησέ τον πολύ, για να πάρεις πολύ. Εάν αγαπάς το Χριστό πολύ ή λίγο, θα έχεις την ανάλογη ανταπόδοση.

Λέγε ακαταπαύστα την ευχή· με τη γλώσσα και με το νου. Όταν η γλώσσα κουράζεται ας αρχίζη ο νους. Και πάλιν, όταν ο νους βαρύνεται, η γλώσσα. Μόνον να μην παύεις. Κάμνε μετάνοιες πολλές. Να αγρυπνείς τη νύκτα, όσον μπορείς. Και αν ανάψει φλόγα στην καρδιά σου και αγάπη προς το Θεό και ζητείς ησυχία και δεν μπορείς να μείνεις στον κόσμο – διότι μέσα σου ανάβει η ευχή – τότε γράψε μου και έγώ θα σου πω τι θα κάμεις. Εάν πάλι δεν ενεργήσει έτσι η χάρις, άλλα κρατείται ο ζήλος μέχρι του να εφαρμόζεις τις εντολές του Κυρίου προς τον πλησίον, τότε ησύχαζε όπως είσαι, και καλά είσαι μη ζητείς άλλο τίποτε. Τη διαφορά των τριάκοντα, εξήκοντα, εκατόν, θα τη βρεις, όταν διαβάσεις τον Ευεργετινό. Θα βρεις έκεϊ και άλλα πολλά γραμμένα και πολύ θα ωφεληθείς.

Λοιπόν, απαντώ στις άλλες ερωτήσεις σου. Η ευχή έτσι πρέπει να λέγεται με τον ενδιάθετο λόγο. Αλλ’ επειδή στην αρχή δεν την έχει συνηθίσει ο νους, την ξεχνά. Γι’ αυτό την λέγεις, πότε με το στόμα και πότε με το νου. Και αυτό γίνεται μέχρις ότου τη χορτάσει ο νους και γίνει ενέργεια.
Ενέργεια λέγεται εκείνο που, όταν λες την ευχή, αισθάνεσαι μέσα σου χαρά και άγαλλίαση και θέλεις διαρκώς να τη λες. Λοιπόν, όταν παραλάβει ο νους την ευχή και γίνει αυτή η χαρά που σου γράφω, τότε θα λέγεται μέσα σου αδιαλείπτως, χωρίς τη βία τη δική σου. Αυτό λέγεται αίσθησις-ενέργεια- επειδή η χάρις ενεργεί χωρίς τη θέληση του ανθρώπου. Τρώει, περιπατά, κοιμάται, ξυπνά, και μέσα φωνάζει διαρκώς την ευχή. Και έχει ειρήνη, χαρά.

Τώρα, για τις ώρες της προσευχής επειδή είσαι στον κόσμο και έχεις διάφορες μέριμνες,όταν βρίσκεις καιρό κάμνε προσευχή. Άλλα βιάζου συνεχώς να μη αμελήσεις. Για τη «θεωρίαν» που ζητάς, εκεί που είσαι είναι δύσκολο· διότι θέλει απόλυτη ησυχία.

Τέλος, επικρατεί και μία σκοτισμένη ιδέα του πειρασμού· ότι, αν λέει κανείς την ευχή, φοβάται μην πλανηθεί· ενώ αυτό είναι πλάνη που λέει.

Οποιος θέλει, ας δοκιμάσει. Και, όταν χρονίσει η ενέργεια της ευχής, θα γίνει Παράδεισος μέσα του. Θα ελευθερωθεί από τα πάθη, θα γίνει άλλος άνθρωπος. Αν δε είναι και στην έρημο, ω! ω! δεν λέγονται τα καλά της ευχής!
Κανείς μας δεν αγνοεί ότι η προσευχή είναι όντως μία πρωταρχική ανάγκη κάθε ψυχής, είναι δένδρον ζωής, το οποίον τρέφει τον άνθρωπον και τον αφθαρτοποιεί, διότι τον καθιστά κοινωνόν του αϊδίου και αφθάρτου Θεού. Όπως δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ψυχήν, έτσι και δεν νοείται τις ζωντανός εν Χριστώ άνευ προσευχής.

Η νοερά προσευχή είναι αδιάλειπτος ενέργεια των αγγελικών ταγμάτων, ο άρτος, η ζωή και η γλώσσα των άϋλων αυτών όντων, είναι έκφρασις της αγάπης των προς τον Θεόν. Ούτω και οι μοναχοί, εν σαρκί μιμούμενοι και αγωνιζόμενοι, βιούν την αγγελικήν πολιτείαν, ζωπυρούν τον θεϊκόν αυτών έρωτα διά της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής.